ανθίδιο

ανθίδιο
(anthidium). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των μεγαχειλιδών. Μοιάζει με τη μέλισσα και φτάνει σε μήκος τα 15 χιλιοστά. Το σώμα του έχει μαύρο χρώμα, με άσπρες ή κίτρινες ραβδώσεις στην κοιλιά και τρίχωμα. Χτίζει τη φωλιά του μέσα στο έδαφος και τη στρώνει με πούπουλα. Τοποθετεί από ένα αβγό μέσα σε κάθε κελί της φωλιάς του και αποθέτει λίγη γύρη και νέκταρ για να τραφεί το μικρό τις πρώτες μέρες της ζωής του. Κυριότερα είδη είναι το α. το τετράλοβο,το α. το σπαθωτό και το α. το πολεμοχαρές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”