- ανθίδιο
- (anthidium). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των μεγαχειλιδών. Μοιάζει με τη μέλισσα και φτάνει σε μήκος τα 15 χιλιοστά. Το σώμα του έχει μαύρο χρώμα, με άσπρες ή κίτρινες ραβδώσεις στην κοιλιά και τρίχωμα. Χτίζει τη φωλιά του μέσα στο έδαφος και τη στρώνει με πούπουλα. Τοποθετεί από ένα αβγό μέσα σε κάθε κελί της φωλιάς του και αποθέτει λίγη γύρη και νέκταρ για να τραφεί το μικρό τις πρώτες μέρες της ζωής του. Κυριότερα είδη είναι το α. το τετράλοβο,το α. το σπαθωτό και το α. το πολεμοχαρές.
Dictionary of Greek. 2013.